Tuesday, July 22, 2008

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ και άλλα ποιήματα

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ και άλλα ποιήματα


ΥΠΑΡΧΩ

Τα τραίνα της σιωπής πέρασαν.
Ξεχάστηκα αγναντεύοντας την ανατολή.
Μια σφήκα που με τσίμπησε στό χέρι,
μου 'δωσε να καταλάβω πως υπάρχω.
Κεντρί πόνου, κεντρί αισιοδοξίας.
Πόνος και χαρά ανάμικτα..
Υπάρχω… Ζήτω!



ΠΟΣΟ ΜΟΝΟΣ ΕΙΜΑΙ!

Πόσο μόνος είμαι!
Κανείς δεν ακούει την κραυγή μου,
την καρδιά μου που τρέχει σαν τραίνο.
Πόσο μόνος είμαι!
Εγώ που μοίρασα τη αγάπη μου δίκαια,
που έγραψα για όλους ένα καλό λόγο,
που ανίχνευσα την άνοιξη στις καρδιές τους.
Σκληροί, ανελέητοι, αδιάφοροι,
μου καρφώνουν όλοι τους ανεξαίρετα,
τους ήλους, στα ρημαγμένα χέρια μου...




ΓΑΛΑΖΙΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Γαλάζια αισιοδοξία.
Ο ουρανός καθρεπτίζεται
στην ατέλειωτη έλλειψη των ματιών σου.
Χάνονται μέσα τους τα σημεία των καιρών,
σαν πιθανή απόδοση των κόπων σου.
Περιμετρική, αδιόρατη ζωγραφιά,
σπαθίζει περιστασιακά
στις ανταύγειες των ακαθόριστων χρωμάτων.
Ένας ολόκληρος κόσμος
λυγίζει στο βάρος των ολόλευκων πύργων.





ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ

Ησυχία.. Αίσθηση ανυπαρξίας.
Το χάνομαι σε όλους τους χρόνους.
Μυστήριο.
Ανάμικτη περιέργεια και αναλυτικές δομές
στο ανύπαρκτο αποτέλεσμα.
Ταλάντωση.
Αμφίβολη σταθερότητα στην συχνότητα των κύκλων.
Αμηχανία.
Αμφισβήτηση της ύπαρξης των γερασμένων επιθυμιών.
Τελική κατεύθυνση το σημείο επαφής.





ΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ

Τα συρτάρια γεμάτα με πίκρες του καλοκαιριού
και αρώματα των χαμένων επιθυμιών.
Ο καθρέπτης στυγνός εγκληματίας,
στέκει με την ψυχρότητα ιατροδικαστή,
για να θυμίζει τα απροσδόκητα σημεία των καιρών σου.
Αδύναμη η φλόγα του καντηλιού,
αποδίδει όλη της την δύναμη,
στην αμφίβολη τελευταία αναλαμπή της.



ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΑ ΥΠΟΤΑΓΗ

Τραγωδία.
Μάτωσε ο ήλιος σήμερα.
Βάφτηκαν ροζ τα δέντρα της γης μου.
Ξεσκέπαστος βάλθηκα να κοιτάζω με ορθάνοιχτα μάτια,
τους ανύπαρκτους φόβους μου.
Άφησα το κορμί μου,
στην ανάρμοστη φροντίδα των εχθρών μου,
με ένα χαμόγελο σβησμένο, ανικανοποίητο




ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Δεν είναι πήλινα τα πόδια μου.
Δεν κρατώ την βακτηρία για να στέκω όρθιος.
Αντιστέκομαι στην ψεύτικη αίσθηση της ύπαρξής μου
με χέρια και με δόντια.
Κρατώ την ανυποψίαστη επέλαση των δεινών μου.




ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΨΕΜΑΤΑ

Δεν είναι ανήλιαγα τα σοκάκια της καρδιάς σου.
Απλά είναι γεμάτα σκιερές ρουτίνες.
Δεν είναι ασημένια τα μαλλιά σου.
Απλά πήρανε χρώμα από τις άνοιξες που πέρασαν.
Δεν είναι μαραμένη η ματιά σου.
Απλά απόκτησε το θάμπωμα
από την αέναη εκτυφλωτική λάμψη της.
Είναι όλα ψέματα,
γιατί η αλήθεια είναι ότι υπάρχεις...





ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Δεν περίμενα να χάσω το παιχνίδι..
έγινε, και τέλος; Οχι
Θα πατήσω στη πρώτη πατημασιά το πέλμα,
και θα στεριώσω αντίθετα στoν άνεμο,
θ' αρχίσω να τραγουδώ ολόιδια τα τραγούδια
που ξέρω,
και θα περιμένω με γυμνά τα στήθια
την αμείλικτη πραγματικότητα.
Θα την κρατήσω με δόντια και με χέρια,
και θ' αφήσω την κραυγή μου,
παίρνοντάς την μαζί μου,
στο ατέλειωτο ταξίδι της αιωνιότητας.




ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Θα σε περιμένω να με δεις ξαπλωμένο στο χώμα
μ' απλωμένα τα στήθια στον ήλιο,
και τα μαλλιά ν' ανεμίζουν
στο πέλαο της δυστυχίας μου.
Τότε θα μετρήσουμε τα συν και τα πλην
της ανθρώπινης ματαιοπονίας μας.
Θα' ναι το τελευταίο ραντεβού πριν από το θάνατο




ΤΑ ΩΧ ΚΑΙ ΑΧ!

Δεν έχουμε ελπίδα, έχει ακουμπήσει το κεφάλι
μας στο χώμα.
Δεν υπάρχουν αράδες να διαβάσουμε,
έχουν μείνει κάτι ωχ και αχ.
Σε τελευταία ανάλυση,
γίναμε φυτά χωρίς χρώμα,
χωρίς δροσιά,
καπνισμένα δέντρα χωρίς κλωνάρια και ικμάδα.
Είμαστε ξαπλωμένοι ανάσκελα
και κοιτάμε τον ουρανό… με ορθάνοιχτα μάτια.




ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ

Μόνο ΄γω ξέρω πόσο μ' αδικήσατε.
Μόνο 'γω ξέρω πως δεν ξέρετε πρόσθεση,
μόνο αφαίρεση ξέρετε...
Αποτέλεσμα !
"πεπλατυσμένα οπίσθια",
εξέχουσα στρογγυλή σαν αερόστατο κοιλιά,
μασέλες τετράγωνες με δόντια σαν τσαπιά.
Τεράστια τρωκτικά, τρώτε τη δόξα
μέχρι που να σκάσετε.
Δεν αφήσατε για μένα ούτε μία μπουκιά,
όμως,
γεμίζω εγώ την καρδιά μου μ' αγάπη,
την ματιά με ομορφιές,
το στόμα μ' ένα τραγούδι μελωδικό,
το μυαλό με σκέψεις "ανθρώπινες",
που γράφω στο βιβλίο
που θα πάρω μαζί μου.



ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Με ξύπνησαν κάτι θόρυβοι πρωινοί
των παλαιών ανιχνεύσεων.
Κατευθύνθηκα στην κακοτράχαλη ακτή,
και μάζευα μαργαρίτες
μες στην καυτή βροχή των αναμνήσεων.
Όμως, περιμένω από αύριο,
ήλιος μεγάλος να 'βγει, φωτεινός,
να με πνίξει στο φως του,
να με νανουρίσει κάτω απ΄ τον ίσκιο
του δροσερού μου δένδρου,
και μία αετονύχισσα κοπελιά
να μου βάλει το γαρύφαλλο στο πέτο,
να με πνίξει με τ' άρωμα του κορμιού της,
να τα 'χω συντροφιά στο χαρούμενο ταξίδι μου.



Η ΛΕΥΚΑ

Η λεύκα στον κήπο μου
σπαθίζει τ' ουρανού τα ντέρτια.
Έτοιμα τα δάκρυα της νύχτας
να κυλήσουν στις ξαφνικές
αναπολήσεις.
Τους χτύπους της καρδιάς σου
προσπαθώ ν' ανιχνεύσω,
μέσα απ' το γαλάζιο του ματιού σου.
Τους ψάχνω, μα τίποτα!.




Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Μετράω τις ώρες που στενόχωρα περνούν,
ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι,
σφυρίζοντας το μονότονο τραγούδι μου,
βγάζοντας μια, μια τις νότες
από το πηγάδι των αναμνήσεων.
Στο βάθος ένας ήλιος κόκκινος σαν αίμα,
στέκει σκεπτικός,
κουρασμένος απ' το αιώνιο ταξίδι του.
Δυο συννεφάκια που αχνά αρχίζουν να μαυρίζουν
του συμπαραστέκονται.
Βουβή κι η δική μου ματιά,
Ακίνητη,.. προκλητικά καρφωμένη στον ορίζοντα.
Σε λίγο θ' αρχίσει η συμφωνία
των Αγγέλων σε Ντο ελάσσονα.



Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ

Χίλια αρώματα μες το κουτάκι
που μου χάρισες.
Χίλιες αγωνίες μέσα στα χέρια μου.
Τις νότες μου τις μοιράζω
στους ανθρώπους
που περιμένουν στους δρόμους.
Τα νυχτερινά μου όνειρα
τα χαρίζω στ' αδέλφια μου,
που μ' ανησυχούν με τις έγνοιες τους.
Τα λόγια μου τ' αφήνω
στις νυχτερινές περιηγήσεις μου,
στα σιγανά ποτάμια,
που τρέχουν στις φλέβες μου.
Το βλέμμα μου το στυλώνω
στον κόκκινο ήλιο,
που μοιράζει τις ελπίδες μου.


ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ

Θα σε πάρω στο ταξίδι μου
κρατώντας μια αχιβάδα μες στη χούφτα μου.
Θα σου ανοίξω τα φτερά μου να πιαστείς
και ν' ακουμπήσεις τη νύχτα,
στον στοργικό ουρανό,
ή θα σε βάλω πάνω στο πλοίο της γραμμής
να φύγεις για δω γύρω,
και να περιμένεις τη λήξη της γιορτής,
που θ' αντηχήσουν τα σήμαντρα,
θα σπάσουν οι κιθάρες,
και τα βεγγαλικά θα ζωγραφίσουν,
τα πτερόεντα έπη της ζωής μας.
Η θα συνεχίσω εγώ μόνος ν' ακολουθώ
τη γραμμή, που χάραξα χθες το απόγευμα
στο σημειωματάριό μου.



ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

Περιμένω δυο λόγια σου,
κι' ας μην έχουν νόημα
Θα τους δώσω εγώ τη σημασία
που τους πρέπει.
Μήπως όταν κρατώ τις αστραπές
στα χέρια μου, ξέρω τι γεννιέται;
Μήπως όταν κοιτάζω τα ποτάμια
των ματιών σου ξεδιψάω;
Μήπως όταν περνάω το γιοφύρι
του άλλου κόσμου
τιθασεύω την περιέργεια;
'Οχι! τα τραγούδια με γλυκαίνουν,
οι στάλες της βροχής με ξαποσταίνουν,
οι φλέβες των χεριών μου,
μ' οδηγούν στις λεωφόρους
της ανεξερεύνητης πόλης,
κει που το υπάρχω, δεν υπάρχει..
κει που τα όνειρα πεθαίνουν
μόλις αρχίζουν.
'Όμως, κάτι θα γίνει..
δυο λόγια περιμένω,
κ' ας μην έχουν νόημα,
θα τους δώσω εγώ
τη σημασία που τους πρέπει.





ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Φτωχές οι λέξεις των ανθρώπων.
Φτωχά τα σοκάκια των χωριών μας.
Αδύνατοι σαν μίσχοι λουλουδιών
οι άνθρωποι,
πορεύονται με τα χέρια σφιχτά,
με τα μάτια χαμηλωμένα,
τις ανυποψίαστες νύχτες.
Δακρύζουν οι κληματαριές
στο πέρασμα των πουλιών,
αλλάζουν σχήματα οι πέτρες
και τα λιθάρια,
από αμηχανία.
Ξεφορτώνονται τα υποζύγια
το φτωχό τους περιεχόμενο.
Μόνο οι μεγάλες πολιτείες
τραγουδούν τα μακρόσυρτα
τραγούδια τους.
Μόνο το νωχελικό ποτάμι
σέρνει τους καημούς μας.
Τρέχει-τρέχει και δεν φτάνει..




ΡΙΖΩΜΕΝΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ

Αντιλογία.. Πόλεμος..
σφαίρες που τρυπάνε τα πλευρά μου.
Ασύστολες κατηγορίες κατευθείαν
στον εγκέφαλο.
Δυνατές αποχρώσεις μπερδεμένων
εντυπώσεων,
δυναμικών λύσεων.
Ξεφεύγουν οι νύχτες μέσα από
τα δάκτυλά μου..
Ξεφεύγουν τα λόγια μέσα
από τους φράχτες των σπιτιών.
Δεν φεύγουν οι ελπίδες από μέσα μου,
με συντροφεύουν,
ως το τέλος..





ΓΡΑΦΩ

Γράφω για τ' αυγό του Κολόμβου,
για τις πενιχρές αποδόσεις των θαυμάτων,
για τα ρητορικά σχήματα,
για τους ανέμους που δεν φύσηξαν ποτέ.
Γράφω για τα δεκαοχτώ μου χρόνια,
που δεν χάθηκαν στις ψεύτικες υποσχέσεις,
των διάφορων τσαρλατάνων,
που με πέρασαν γενεές δεκατέσσερις,
και που όμως τους άντεξα.
Γράφω για τους απογόνους μου,
που με πικραίνουν προκαταβολικά,
στη σκέψη πως κάποιους θα πιστέψουν.
Γράφω για τα σαπρόφυτα και τους
χοντροφτιαγμένους,
που τα θέλουν όλα δικά τους.
Ακόμα και τα δικά μας πιθάρια.




ΚΟΜΦΟΥΖΙΟ

Ξεκίνησε η μέρα δίχως ήλιο..
δίχως μυρωδιές.
Στ' απέναντι μπαλκόνια
τα παράθυρα κλειστά.
Και ‘ γω να ψάχνω μ' αγωνία,
για ένα λουλούδι ανθισμένο,
για μια πρασινάδα...
Μα πουθενά.. ούτε ένα χελιδόνι,
ούτε ένας ήχος...
Όλα νεκρά.
Κλίνω τα μάτια, κι' ονειρεύομαι
τις αδύναμες σχισμές των βράχων,
τις φριχτές παραμορφώσεις του ορίζοντα.
Ανοίγω μια οπή βαθιά στο σύμπαν,
και τρέχω στα ανήλιαγα δρομάκια.
Επικοινωνώ με το υπερπέραν,
το με τόσες βέβηλες πράξεις
των ανθρώπων βεβαρημένο.
Θα δοκιμάσω να εκπορθήσω
τα δύσκολα κάστρα του παραδείσου..



ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ο ίσκιος σου πλανιέται πάνω από τη θάλασσα.
Σμίγουν οι φωτεινές λέξεις των ανθρώπων,
στα κρησφύγετα των ανέμων.
Ακουμπούν οι ξεχασμένες υποσχέσεις
τους ζωντανούς σατραπίσκους.
Χωρίς επιστροφή οι ανοιχτοί δρόμοι,
χωρίς νικημένους οι αγώνες..
Περιπλέκονται ακατάπαυστα
τα λιμοκτονούντα πλήθη,
μπρος στα πόδια του ταλαίπωρου ηγέτη.
Αλαλάζουν οι νύμφες αισιόδοξα,
ζώντας στο δικό τους κόσμο.
Ξεκουράζονται οι λαβωμένοι αετοί,
πάνω στους ώμους των μικρών παιδιών,
που τραγουδάνε τα αίσχη των ανοιχτών οφθαλμών,
των σφραγισμένων πόλεων,
των ασύστολων εκπλήξεων.
Ξεφεύγουν μέσα από τ' ανόητα σχήματα,
τα φωτεινά χέρια,
που σφιχτά κρατούν την ελπίδα.



ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Δώσε μου ένα λουλούδι να το κρατήσω
ανάμεσα από τη σχισμή των δακτύλων μου.
Να διδάξω τους άδικους
τα ισοσκελισμένα σχήματα.
Να πω στα παιδιά τα τραγούδια
που θέλουν ν' ακούσουν,
κι' άμα αρχίσει η βροχή,
να μπω στο πρώτο ποταμάκι που θα βρω μπροστά μου,
και να ταξιδέψω στην ανεμοδαρμένη θάλασσα..
Να μετρήσω τα καράβια,
να τα ζωγραφίσω σαν νά ' ναι δικά μου,
και να φωνάξω τις θλιμμένες ελπίδες μου,
να τις βάλω στη χούφτα μου να τις κοιμίσω.
Μέχρι να ξαστερώσει,
μέχρι νά ΄βγει ο ήλιος,
όπου θ’ αρχίσω το τραγούδι μου,
όπου θα γελάσω δυνατά,
να με ακούσουν οι πεινασμένοι του κόσμου
και να χορτάσουν,
οι ευτυχισμένοι και να κλάψουν.
Και τα πουλιά να σχηματίσουν μία ομπρέλα
από πάνω μου.
Και οι ψυχές να λυτρωθούνε.





ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ

Ένα δέντρο μεγαλώνει
στη χούφτα μου
και μοσχομυρίζει
σαν ανοιξιάτικη νύχτα.
Μετρώ τα φυλλαράκια του,
τα βρίσκω ζυγά..
Μετρώ τα κλαδιά του,
τα βρίσκω μονά..
Στην κορφή θρονιασμένη
η καρδιά μου,
μ' ανεξίτηλο κόκκινο βαμμένη.




ΕΛΑ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΟΥΜΕ!

Έλα να φθάσουμε τον ήλιο,
ν' ανεβούμε στις στέγες των σπιτιών,
να πούμε το τραγούδι μας στην κορφή
του κυπαρισσιού,
να κλάψουμε για την πονεμένη μας
πατρίδα.
Έλα να μετρήσουμε μαζί
τα βήματα ως την απέναντι όχθη,
να σβήσουμε τις πορφυρένιες λέξεις
στο χώμα,
να κλείσουμε τα δακρυσμένα μάτια μας
και να ονειρευτούμε.

Αφιερωμένο στην ΚΥΠΡΟ
και στις ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.




ΣΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΠΤΑ

Επτά μαχαίρια, επτά καρδιές,
δυο χέρια με κρατάνε και που με πάνε,
δεν ξέρω.
Επτά οι νύχτες, επτά κ' οι ήλιοι,
επτά παιδιά που κλαίνε,
επτά γελάνε,
γιατί; δεν ξέρω.
Επτά οι νύχτες, επτά οι ήλιοι,
επτά τα όνειρα επτά κι οι φίλοι
Επτά κ' οι ώρες, επτά οι χαρές.
Στα όνειρα σε ψάχνω και δεν σε βρίσκω.
Σε χάνω!



ΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Έριξα ένα πετραδάκι
στα βρώμικα νερά του λάκκου,
και βάλθηκα να μετρώ
τη συχνότητα των κύκλων.
Κύκλοι ζωής είπα..
Λιμοί σεισμοί καταποντισμοί,
στη συχνότητα των κύκλων..
Μόνο που κι' αυτοί σπάζουν
και σβήνουν, σαν να μην υπήρχαν..
Να μια σχέση που δεν ελέγχεται




ΕΙΜΑΙ

Ένας παράξενος ταξιδιώτης στων
αστεριών την τροχιά είμαι.
Ένας αδύνατος μίσχος λουλουδιού,
που η αμηχανία των ανέμων σκλαβώνει.
Ένα μικρό λιθάρι στην ασήμαντη νύχτα.
Μια μικρή κλωστή που κρέμεται
η πολυμήχανη αράχνη.
Είμαι μια σταγόνα μες στην ξαφνική νεροποντή.
Είμαι το αχ στον πόνο,
το χα στο γέλιο.
Είμαι ότι ξαφνικό κι' αβέβαιο
την δωδεκάτη ώρα,
που λουφάζουν τα πάντα,
που κοιμούνται τα νήπια,
που ξεχνιούνται οι ελπίδες,
στο λήθαργο της αβέβαιης νύχτας..



Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥ

Άπλωσα στον ήλιο τη θάλασσα.
Κατέβασα μια αγκαλιά αστέρια
για χάρη σου.
Ζήτησα από την άνοιξη να μου τραγουδήσει
τις ξεχασμένες μελωδίες της νιότης μου,
κι' ανέβηκα στην κορφή του κυπαρισσιού,
να πιάσω τον άνεμο.
Δεν ζήτησα τίποτ' άλλο,
Παρά,
μακριά να κοιτώ,
τις αστραπές στο βάθος του ορίζοντα,
και τις νυχτερίδες να κόβουν κύκλους
σαν κυνηγημένες ψυχές.
Τίναξα από τα χέρια μου και τα μαλλιά
τις στάλες της νυχτερινής δροσιάς,
κι' ανάσανα την ελπίδα στην άκρη
των δακτύλων.




ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΑΝΤΟΧΗΣ

Ξαφνικό μπουρίνι.
Ξαφνική λαίλαπα
στη σκελετωμένη ψυχή μου.
Ρυθμικά παλαμάκια σε ασίκικο σχήμα..
Ένα, δύο τρία..επτά, οκτώ, εννιά..
Ιεροτελεστία ολόκληρη,
να κάνω το πρώτο βήμα.
Μετέωρο το δεξί μου πόδι.
Έχει απλώσει πανιά η καρδιά μου,
μουρμουρίζει η φωνή μου
τον ύμνο των γενναίων
Ανακατεμένες οι σκέψεις της στιγμής,
με τις αντιφάσεις,
με τις πράξεις..
Στιγμές απαράλακτα, ίδιες, καθημερινές.
Προπόνηση αντοχής στα κραυγαλέα
παραπτώματα




ΑΝΑΜΟΝΗ

Άσε με για λίγο να σκεφθώ
τις πικραμένες μου λέξεις.
Να πάρω από την αρχή στα χέρια μου
τα μεστωμένα στάχυα,
να μετρήσω τους κόκκους...
Άσε με να βάλω στην τσέπη μου,
τα κιτρινισμένα χαρτάκια.
Ν` απλώσω πάνω στο τραπέζι
τις μοναχικές μου νύχτες,
να παίξω με τα φτερωτά μου όνειρα.
Κι άμα περισσέψει χρόνος,
να σου ταιριάξω και κείνο
το τραγουδάκι που μου παρήγγειλες.
Άσε με να μαζέψω στο τασάκι
τη στάχτη των τσιγάρων μου,
να τη βάλω στην κλεψύδρα
πού΄χω στήση εμπτός μου
και να κάθομαι, να τη βλέπω να τρέχει.
Άσε με σου λεω, ξέρω εγώ τι σου ζητάω.



ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ

Δεν περίμενα να βγει το όραμα,
να τραγουδήσουν οι μέλισσες
πάνω στα λουλούδια,
να λουφάξει το πρωινό
μες τον κόρφο μου
και να αναλυθεί σε λυγμούς ο ήλιος.
Δεν περίμενα η άνοιξη να τελειώσει
τόσο απότομα..
και τα χελιδόνια να πέσουν
σε χειμερία νάρκη.
Δεν περίμενα ο αστυνόμος,
με τις χειροπέδες στα χέρια,
να ψάχνει για τον χαμένο όμηρο,
σαν ευκίνητο λιοντάρι
σε ανοιχτό κλουβί.
Δεν περίμενα να πέσει καταχνιά στα μάτια,
πυκνή μα γλυκιά σαν ξεχασμένη αναμονή.
Περίμενα να φανούν τα πορφυρά γράμματα,
με τα αίσχη των ανθρώπων.



Η ΣΚΙΑ

Ξέχασε με
και μην πεις ούτε μια λέξη
πως τάχα πέρασα απ' τη ζωή σου
Ξέχασε με
και σώπαινε στη θλίψη
Ούτε λεπτό δεν θα λείψω.
Μυστικά θα 'ρχομαι κοντά σου,
μες τη νύχτα,
αθόρυβα,
σαν ίσκιος στην σκιά σου.





ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ

Και τώρα, με συγχωρείτε. Θα φύγω
Θα φύγω με το κεφάλι ψηλά,
και με τ' αστέρια στο μέτωπο
Θα αφήσω όμως να πλανιέται το γιατί!
Χωρίς απάντηση
Βουρκωμένα μάτια,
πελιδνά χείλη.
Όμως, με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω.




ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Σε κοίταζα, σαν άνοιξη,
κ' ήσουν λουλούδι μ' ανοιχτά τα πέταλα,
παιδάκι στη γωνιά του δρόμου,
που μέτραγες τις στάλες της βροχής.

Τραγούδι δεν βγήκε απ' τα χείλη μου,
ακούω το χτύπο της καμπάνας
και την ευχή της μάνας,
στη λήξη της γιορτής.




ΑΕΝΑΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Αγκάθι στη καρδιά.
Εγώ το ξέρω!
Χρωματιστές ανταύγειες που στάζουν αίμα
στων ματιών μου την άκρη.
Υποψία αιθρίας στην περισπωμένη των χειλιών μου.
Αταίριαστη παρουσία σε λάθος συχνότητα
Όμως, θα πλανιέμαι στην αιωνιότητα,
αφήνοντας τα στίγματα των στεναγμών,
τις απραγματοποίητες αποθυμιές,
τις νότες μου,
στο έλεος των ατέλειωτων ανέμων.





Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ

Τα φώτα της πόλης τρεμοσβήνουν μακριά.
Ο αγέρας φουσκώνει τα στήθια μου,
δίνοντας ζωή στη χαμένη ύπαρξή μου.
Ανάβει και σβήνει το φωτάκι της νύχτας,
σαν stop αυτοκινήτου.
Σαν ριπές αυτομάτου οι σκέψεις
κατακλύζουν το νου.
Κινηματογράφος της εποχής του είκοσι,
μερικές σκηνές του δύο χιλιάδες.




Η ΧΑΡΗ

Μη με ζαλίζεται με τις φάλτσες φωνές σας.
Λουφάξτε στην άκρη των βράχων,
κι ακούστε πόσο όμορφα αγκομαχάει
η θάλασσα.
Πληρώστε μου πέντε τάλαρα
για τη χάρη που σας κάνω,
και κοιτάξτε μαζί μου τ’ αστέρια
που τρεμοσβήνουν.
Κι ακουμπήστε με τα δάκτυλα
σας την γραμμή
που αφήνει πίσω του ο κομήτης.
Έτσι θα' ναι καλύτερα!



ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ

Ξέρετε να μου πείτε τίποτα
για τιs φευγάτες μέρες του καλοκαιριού;
Μπορείτε να μου φέρετε τον ήλιο
στη σκιά των πλατανιών;
Μπορείτε να μου τραγουδήσετε
του τριζονιού το μονότονο τραγούδι;
Αν όχι, τότε τι φίλοι είστε;
Αφήστε με να μετρώ το χρόνο,
με το δεξί μου πόδι,
ως τ' άλλο καλοκαίρι...




ΜΑΚΑΡΙΕΣ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ

Κοίταζα τις μικρές Αφροδίτες
που λούζονταν στη θάλασσα...
μακάρια ευτυχισμένες
στον πανάρχαιο πηλό τους.
Στολισμένες με τις πούλιες
της αιώνιας αδιαφορίας τους,
ακουμπώντας στη θάλασσα
τις μύριες αποθυμιές τους,
κοίταζαν ανέμελα τον ορίζοντα.






ΝΟΕΡΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ


Ανασαίνοντας την αύρα του εσπερινού,
ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι
σκορπίζω τις μύριες αποθυμιές μου
κει που τελειώνει η θάλασσα...
και σου στέλνω νοερά χαιρετίσματα.




ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Πελαγοδρομώ στις ελλείψεις
των τύπων των ήλων.
Αμφιβάλλω για την απόφαση
στο παραπέντε.
Δημιουργώ τεθλασμένες γραμμές,
ξεκινώντας από τα σημεία επαφής.
Αναγιγνώσκω με στόμφο
τις αναγνώσιμες γραμμές,
των πεπραγμένων μου...




ΧΑΙΡΩ ΠΟΛΥ

Χαίρω πολύ κύριε, που σε γνώρισα..
Τα λόγια σου μ' ανέβασαν
το ηθικό.
Σου ζητώ άλλη μια φορά,
να σφυρίξεις το σκοπό που θέλησες να σου μάθω.
Εγώ θα προσπαθήσω να σε ακολουθήσω.
Ναι! είναι γνώριμα για μένα, τα μονοπάτια


ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΙΣ

Να μου χαρίσεις τ' όνομά σου,
και θα σου δώσω ένα σταυρό,
να τον κρεμάσεις στο λαιμό σου,
να το θυμάσαι, σ' αγαπώ.
Μ' ένα χαμόγελο στα χείλια,
σαν σε ζωγραφιά,
θ' απλώσω εγώ τα χέρια,
σε μια αγκαλιά.
Να μου χαρίσεις την καρδιά σου,
και γω για λίγο να χαθώ,
μέσα στη λάγνα τη ματιά σου.
Δεν θα ρωτάς, δεν θα ρωτώ,




Η ΣΥΝΑΞΗ

Στην ξέρα που μπαίνει στη θάλασσα,
κάτω απ' το βουνό των καημών μου,
τραγουδώ με το χέρι στη καρδιά,..
τραγούδια που 'ρχονται απ’ τα παλιά,
κάνοντας την σύναξη των ανθρώπων μου.
Μες στη μέση στη θάλασσα ένα καίκι,
κι από απάνω η ομπρέλα του ήλιου
να ρίχνει άπλετο το φως,
να θαμπώνουν τα μάτια,
να γίνεται η καρδιά μου,
χίλια κομμάτια
κάνοντας την σύναξη των ανθρώπων μου.




ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΑ ΜΟΥ

Δροσοσταλιά μου,
ένα τόσο δα σταλάκι
στο προσωπό μου,
στην κάψα του καλοκαιριού.
Δροσοσταλιά μου,
ένα τόσο δα ανθάκι
στο ονειρό μου,
στο λακκάκι του δεξιού αυτιού.



ΕΝΩΠΙΟΣ.. ΕΝΟΠΙΩ

Ενώπιος ενωπίω
φυσώντας τον καπνό των ονείρων μου
σε αβέβαιες κατευθύνσεις.
Ενώπιος ενωπίω
ζυγιάζοντας την εξουθένωση των κόπων μου,
στη ζυγαριά της αλήθειας.
Ενώπιος ενωπίω
προσμένοντας το τέλος της άνοιξης,
που κατά λάθος άνοιξε τα φτερά της.
Ενώπιος ενωπίω
συμμαζεύοντας τα σύνεργα του ατέλειωτου ονείρου μου.
Ενώπιος ενωπίω
αναμασώντας τα πεπραγμένα.




ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Σε θεωρώ αναρμόδιο κύριε…
Να μπαίνεις στην ψυχή μου
και ν΄ αλλάζεις την σειρά των συναισθημάτων μου;
Να μου τσαλακώνεις τις ελπίδες μου,
που τις έχω προφυλαγμένες στο ατσάλινο κουτάκι;
Δεν μπορείς!
Είμαι ένα κάρβουνο αναμμένο,
μια καταρρακτώδης βροχή,
οι τελείες και τα κόμματα στο λόγο,
οι φάλτσες νότες στο τραγούδι μου,
η νύχτα που δεν τελειώνει.
Σου απλώνω το χέρι.
Είναι η τελευταία σου ευκαιρία.
Μετά απ΄ αυτό δεν υπάρχουν άλλα λάθη.
Υπάρχει μόνο το τίποτα!



ΑΝΑΜΝΗΣΗ


Στύλωσα τα μάτια στο απέραντο..
Θυμήθηκα πως σ΄ έβαζα στους ώμους,
μωρό χοντρομπαλάτο..
και με πέντε, έξη σακούλες στ΄ αδύνατά μου χέρια
–κάνω τον σταυρό μου, πως μπορούσα τότε;
Ήταν η δύναμη της νιότης.-
και με τα πόδια πηγαίναμε στη Σαλαμίνα,
στο σπίτι που έκανα με χέρια και με δόντια.
Χρόνια που περάσανε!
Πικρά, μα αγαπημένα.
Τώρα σε βλέπω μπρος μου,
ολόκληρη γυναίκα,
στάχυ καρπερό, μα αγριωπό…
που με παιδεύει από αγάπη..
-έτσι φαίνεται-
και η ζωή μου τραβάει την ανηφόρα…



ΨΥΧΙΚΗ ΕΥΦΟΡΙΑ

Πλέω στα πελάγη ευτυχίας
της απραξίας μου.
Ανιχνεύω το σφυγμό μου
κι' αναλογίζομαι τις συνέπειες
της λανθασμένης μου ύπαρξης.
Ξέρω από πρόσθεση κι' αφαίρεση,
όμως κάπου σκοντάφτω.
Σκοντάφτω στις εξοχές των πεπραγμένων μου.