Thursday, September 11, 2008

Το τελευταίο αγνάντεμα..



Ο Νικόλας ο Τραμουντάνας για πολλοστή φορά ξύπνησε -μήπως και κοιμότανε και καθόλου- στις πέντε το πρωί, όπως κάθε μέρα εδώ και δύο χρόνια. Παλιότερα ξυπνούσε ακόμα πιο νωρίς, για να ετοιμάσει τα απαραίτητα για την κα­θημερινή του περιπέτεια στο πέλαγος, το ψάρεμα, που ήταν η εργασία του, ο αγώνας για τον επιούσιο και… που πότε γυρνούσε με το καΐκι του γεμάτο με ψάρια και πότε δεν είχε ούτε λέπι πάνω σ’ αυτό.
Συνήθιζε να λέει συχνά:
Του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είναι άδειο και μια γεμάτο. Αλλά καθώς έχασε τον μονάκριβο γιο του, τον Ηρακλή, που έκανε το ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα του, αλλά και που ήταν εξίσου τολμηρός με τον ίδιο και αυτός με την θάλασσα, ψιλοσάλεψε και έβγαινε πρωί, πρωί κάθε μέρα στον μόλο, εκεί που έδενε σαν ερχότανε , το καΐκι του ο Ηρακλής, να περιμένει μέχρι τις δέκα-έντεκα το πρωί μήπως και φανεί να ’ρχεται καμαρω­τός, καμαρωτός και τραγουδώντας, όπως πάντα, είτε είχε πιάσει ψάρια, είτε όχι, από το πέλαγος.
-Αχ βρε Ηρακλή, μου την έφτιαξες τη δουλειά. Θα με φάει ο καημός σου, έλεγε κάθε μέρα που μάταια περίμενε στο μόλο να φανεί.
-Εγώ σου είχα πει να σπουδάσεις. Μπορούσα να σε βοηθήσω γι’ ­αυτό, αλλά εσύ τίποτα, ερωτεύτηκες την ρημάδα τη θάλασσα και κάθε φορά που σου έκανα λόγο για σπουδές, γύριζαν ανάποδα τα μάτια σου από τον θυμό σου, κι εγώ ο δόλιος, έκανα τουμπεκί, μήπως και σε στενοχωρήσω.
-Αν με άκουγες τότε, θα ήσουνα τώρα ζω­ντανός Ηρακλή, θα ήσουν ο δάσκαλος του χωριού. Άει ρε Ηρακλή τι μου έκανες, έλεγε και ξανάλεγε.
Έτσι και σήμερα έπιασε το γνωστό του στέκι στο μόλο και αγνάντευε την θάλασσα. Και σαν πέρασε η ώρα για άλλη μια φορά απογοητευμένος σηκώθηκε για να γυρίσει στο σπίτι του.
Ίσιαξε το ναυτικό καπελάκι του, το ίδιο που φορούσε για καμιά εικοσαριά χρόνια, και σιγά, σιγά, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ένα χιλιόμετρο δρόμου, το έκανε κοντά μια ώρα για να το περπατήσει. Είχε μια βαριά πάθηση στα πόδια και πονούσε φοβερά. Τόσο που τις περισσότερες φορές έπιανε μιαν ακρούλα και έκλαιγε για αρκετή ώρα. Και σαν έπεφτε για ύπνο; Ε! τότε ο πόνος γινόταν ανυπόφορος.
Μόνο σαν ήταν όρθιος σταματούσε κάπως ο πόνος. Μα σαν έπαιρνε δρόμο, στα τριάντα μέτρα το πολύ, τα μάτια του πεταγόντουσαν έξω από τον πόνο. Ξάπλωνε όπου και να ήταν για πέντε, δέκα λεπτά μέχρι να καλμάρει λίγο και μετά ξανά άρχιζε να περπατά.
Έλεγε: «αυτός δεν είναι πόνος, είναι σαν να σε καίνε και να σε κόβουν και με κοφτερό μαχαίρι και να σου ρίχνουν κι αλάτι πάνω στην πληγή.
Μια περιγραφή που οι γιατροί την άκουγαν και τρέμανε για τους ασθενείς τους, για την τυραννία τους δηλαδή, που είχαν τέτοια πάθηση. Σπάνια βέβαια , αλλά άμα έπιανε κάποιον, ήταν για λύπηση. Και είχε βρει ο Νικόλας αυτό τον χαρακτη­ριστικό τρόπο για να περιγράφει τον πόνο που τράβαγε από την πάθησή του.
Όμως ο Νικόλας, έσφιγγε τα δόντια και προχώραγε. Και αν δεν του είχε συμβεί ο τραγικός χαμός του παιδιού του, θα ήταν καλά, γιατί τον πόνο των ποδιών του τον άντεχε, του Ηρακλή όμως, όχι.
Η κυρά Στα­θούλα, η γυναίκα του, από τον καιρό που χάθηκε ο μοναχογιός της, η ψυχή της όπως τον έλεγε, ήταν πνιγμένη στα μαύρα. Σχεδόν μαύρο ήταν και το σώμα της. Και στο κεφάλι της είχε ένα τσεμπέρι κατάμαυρο και κάτω από αυτό τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα, σαν το βαμβάκι.
Πριν δύο χρόνια, είχε κατά­μαυρα μαλλιά, μα ο καημός της για τον χαμό του Ηρακλή, της τα άσπρισε. Έχασε και τη λάμψη, και την αρχοντική εμφάνιση, που είχε μέχρι τότε στο πρόσωπό της. Στα νιάτα της, ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, μα και στα πενήντα της, όταν χάθηκε ο Ηρακλής, κράταγε πολλά στοιχεία της ομορφιάς της, των νεανικών της χρόνων.
Τώρα είχε γίνει σαν μούμια. Και αυτό μέσα σε δυο χρόνια. Καθώς χά­θηκε ο γιος της δεν ξαναγέλασε το χειλάκι της, ούτε μια φορά. Κυκλοφορούσε με σφιγμένα τα δόντια, έτσι που το πρόσωπό της και από αυτό το λόγο στραπατσαρίστηκε. Ξερό και κολλημένο το δέρμα πάνω στα κόκαλα, που λίγο ακόμα ήθελαν να απογυμνωθούν. Και μια καμπούρα στην πλάτη συμπλήρωνε το σκηνικό. Έτσι την κατάντησε η στενοχώρια της για τον Ηρακλή.
Γύρω στις ένδεκα και κάτι κάθε μέρα, ξέροντας πως κάπου εκεί θα γύριζε ο Νικόλας στο σπίτι, την έστηνε στο παράθυρο της τζαμαρίας και με υπομονή έβλεπε τον Νικόλα να έρχεται αργά, αλλά και κουτσαίνοντας, προς το σπίτι. Τον λυπότανε περισσότερο και από τον εαυτό της, τον καημένο.
-Αχ πως κατάντησες βρε Νικόλα, έλεγε και της έφευγε ένας αναστεναγμός. Κι ένα δάκρυ καυτό κυλούσε από τα μάτια της. Σχεδόν κάθε μέρα επαναλαμβανότανε η ίδια σκηνή.
Έτσι και σήμερα τον είδε να ’ρχεται. Να σταματά, να κοιτάζει γύρω του, ακουμπώντας στους φράχτες των λιγοστών σπιτιών του ερημικού δρομίσκου. Καταλάβαινε το βάσανό του. Την τυραννία του. Και μετά από κάμποση ώρα σαν έφθασε:
-Ήρθες Νικόλα μου; του είπε. Τίποτα ε;.
Είχε βαθειά της μια ελπίδα, μάταιη βέβαια, μήπως και φανεί ο Ηρακλής. Έτσι είναι όλοι οι χαροκαμένοι γονείς. Δεν θέλουν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε.
-Τίποτα. Αλλά, δεν ξέρεις. Είπε εκείνος αφήνοντάς της ζωντανή την ελπίδα. Εγώ κάθε μέρα, εκεί θάμαι. Να τον περιμένω.
Ένα δάκρυ έπεσε από τα μάτια του. Σφίχτηκε μήπως και το σταματήσει, μα εκείνο κύλησε. Το σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του κάνοντας τον αδιάφορο και για να μη δώσει αιτία στην κυρά του και αρχίσει τα κλάματα. Και συνέχισε..
-Κι’ εκεί θα με βρει ο χάρος Σταθούλα. Να πάω κοντά του. Να τον φιλήσω, να τον ακουμπήσω και να του πω:
-Γιατί ρε Ηρακλή μου το έκανες αυτό; Γιατί παιδί μου δεν με άκουσες;
Η κυρά Σταθούλα τον άκουγε και δεν έβγαζε μιλιά. Ούτε και αυτό ήθελε να το πιστέψει, δηλαδή πως αγναντεύοντας το πέλαγος θα φύγει η ψυχή του Νικόλα της κάποια στιγμή.
Στη σκέψη αυτή κοκάλωνε.
Είχε συνηθίσει να τραβάνε μαζί το βάσανο που τους βρήκε.
-Κι εγώ τι θα κάνω τότε Νικόλα; του είπε. Δεν μου φτάνει ο καημός του γιου μας; Να ’χω και τον δικός σου;
-Δεν είπα πως θα φύγω σήμερα.. Σταθούλα, είπε ο Νικόλας για να την παρηγορήσει. Κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό. Και κανείς δεν ξέρει το πότε…
-Όχι, ποτέ δε θα σε αφήσω να πεθάνεις, έλεγε η κυρά Σταθούλα, φω­νάζοντας δυνατά, πολύ δυνατά. Εγώ πρώτη θα πάω κοντά στο γιο μου. Εγώ τον γέννησα κι εγώ το δικαιούμαι να πάω μαζί του.
Μάλωναν λες και ήτανε στο χέρι τους να το κανονίσουν ποιος θα πεθάνει πρώτος.
-Καλά, καλά, ας μη μαλώνουμε γι’ αυτό. Ό,τι θέλει, ό,τι θέλει ο Θεός, θα γίνει. Ο Θεός μας πήρε τον Ηρακλή, ο Θεός θα πάρει όποιον θέλει από μας πρώτο.
Σακί φαρμάκι γίνανε και οι δυο. Η ώρα έφτασε δώδεκα και βάλε, και κάθισαν να φάνε μια χαψιά ψωμί με λίγο τυρί και μια ντομάτα. Τα είχε φέρει από πριν η κυρά Σταθούλα και τα είχε απιθώσει πάνω στο τραπεζάκι της τζαμαρίας.
Εκεί καθόντουσαν για να φάνε.
Το φαγητό τους δεν ήταν λιτό από ανέχεια, γιατί ο Νικόλας έπαιρνε καλή σύνταξη. Απλά δεν είχανε καμιά όρεξη να φάνε κάτι καλύτερο. Λες και θέλανε να παιδέψουν τον εαυτό τους, να πεθάνουν μια ώρα αρχύτερα.
Που να κατεβεί όμως η μπουκιά; Με τα χίλια ζόρια έφαγε ο Νικόλας την μισή ντομάτα, μα η κυρά Σταθούλα… ούτε που τα ακούμπησε. Μόνο λίγο δροσερό νερό ήπιε να ξεκολλήσει λίγο η γλώσσα της, σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε να πάει στο στρώμα της για να ακουμπήσει λίγο το βασανισμένο της κορμί.
Ο Νικόλας έμεινε στον καναπέ που ήταν στη τζαμαρία, με το χέρι του γροθιά να κρατά το πιγούνι του, κοιτώντας με απλανές βλέμμα τη θάλασσα, την κακούργα αγαπημένη του, όπως την έλεγε.
Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Και έτσι τον πήρε ο ύπνος.
Σε δυο ώρες περίπου η κυρά Σταθούλα, τον βρήκε ακουμπισμένο στον καναπέ με ανοιχτά τα μάτια κι ένα χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό του, σα να έζησε κάποιο ευτυχισμένο γεγονός. Ήταν σαν να κοιμότανε με ανοιχτά τα μάτια. Έτσι της φάνηκε.
Η κυρά Σταθούλα τον σκούντησε ελαφρά. Μετά πιο δυνατά, πιο δυνατά, μα ο Νικόλας δεν αποκρινότανε. Κατάλαβε πως είχε πεθάνει. Ευτυχισμένος και ήταν τόσο γελαστός; Αντίκρισε την ώρα που έβγαινε η ψυχή του τον αγαπημένο του Ηρακλή; Ήταν χαρούμενος που πρώτος θα πήγαινε κοντά του;
Κανείς δεν το ξέρει μα και κανείς ποτέ δεν θα το μάθει αυτό.
Με το χαμόγελο στα χείλη που του έμεινε με τον θάνατό του, τον έθαψαν την άλλη μέρα οι συγ­χωριανοί του και είχαν να το λένε, πως αυτός ο άνθρωπος που τα τελευταία χρόνια του τα έφαγε με θλίψη και με πόνο, έφυγε με το γέλιο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Πέθανε χαρούμενος, πέθανε ευτυχισμένος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ

Tuesday, July 22, 2008

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ και άλλα ποιήματα

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ και άλλα ποιήματα


ΥΠΑΡΧΩ

Τα τραίνα της σιωπής πέρασαν.
Ξεχάστηκα αγναντεύοντας την ανατολή.
Μια σφήκα που με τσίμπησε στό χέρι,
μου 'δωσε να καταλάβω πως υπάρχω.
Κεντρί πόνου, κεντρί αισιοδοξίας.
Πόνος και χαρά ανάμικτα..
Υπάρχω… Ζήτω!



ΠΟΣΟ ΜΟΝΟΣ ΕΙΜΑΙ!

Πόσο μόνος είμαι!
Κανείς δεν ακούει την κραυγή μου,
την καρδιά μου που τρέχει σαν τραίνο.
Πόσο μόνος είμαι!
Εγώ που μοίρασα τη αγάπη μου δίκαια,
που έγραψα για όλους ένα καλό λόγο,
που ανίχνευσα την άνοιξη στις καρδιές τους.
Σκληροί, ανελέητοι, αδιάφοροι,
μου καρφώνουν όλοι τους ανεξαίρετα,
τους ήλους, στα ρημαγμένα χέρια μου...




ΓΑΛΑΖΙΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Γαλάζια αισιοδοξία.
Ο ουρανός καθρεπτίζεται
στην ατέλειωτη έλλειψη των ματιών σου.
Χάνονται μέσα τους τα σημεία των καιρών,
σαν πιθανή απόδοση των κόπων σου.
Περιμετρική, αδιόρατη ζωγραφιά,
σπαθίζει περιστασιακά
στις ανταύγειες των ακαθόριστων χρωμάτων.
Ένας ολόκληρος κόσμος
λυγίζει στο βάρος των ολόλευκων πύργων.





ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ

Ησυχία.. Αίσθηση ανυπαρξίας.
Το χάνομαι σε όλους τους χρόνους.
Μυστήριο.
Ανάμικτη περιέργεια και αναλυτικές δομές
στο ανύπαρκτο αποτέλεσμα.
Ταλάντωση.
Αμφίβολη σταθερότητα στην συχνότητα των κύκλων.
Αμηχανία.
Αμφισβήτηση της ύπαρξης των γερασμένων επιθυμιών.
Τελική κατεύθυνση το σημείο επαφής.





ΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ

Τα συρτάρια γεμάτα με πίκρες του καλοκαιριού
και αρώματα των χαμένων επιθυμιών.
Ο καθρέπτης στυγνός εγκληματίας,
στέκει με την ψυχρότητα ιατροδικαστή,
για να θυμίζει τα απροσδόκητα σημεία των καιρών σου.
Αδύναμη η φλόγα του καντηλιού,
αποδίδει όλη της την δύναμη,
στην αμφίβολη τελευταία αναλαμπή της.



ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΑ ΥΠΟΤΑΓΗ

Τραγωδία.
Μάτωσε ο ήλιος σήμερα.
Βάφτηκαν ροζ τα δέντρα της γης μου.
Ξεσκέπαστος βάλθηκα να κοιτάζω με ορθάνοιχτα μάτια,
τους ανύπαρκτους φόβους μου.
Άφησα το κορμί μου,
στην ανάρμοστη φροντίδα των εχθρών μου,
με ένα χαμόγελο σβησμένο, ανικανοποίητο




ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Δεν είναι πήλινα τα πόδια μου.
Δεν κρατώ την βακτηρία για να στέκω όρθιος.
Αντιστέκομαι στην ψεύτικη αίσθηση της ύπαρξής μου
με χέρια και με δόντια.
Κρατώ την ανυποψίαστη επέλαση των δεινών μου.




ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΨΕΜΑΤΑ

Δεν είναι ανήλιαγα τα σοκάκια της καρδιάς σου.
Απλά είναι γεμάτα σκιερές ρουτίνες.
Δεν είναι ασημένια τα μαλλιά σου.
Απλά πήρανε χρώμα από τις άνοιξες που πέρασαν.
Δεν είναι μαραμένη η ματιά σου.
Απλά απόκτησε το θάμπωμα
από την αέναη εκτυφλωτική λάμψη της.
Είναι όλα ψέματα,
γιατί η αλήθεια είναι ότι υπάρχεις...





ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Δεν περίμενα να χάσω το παιχνίδι..
έγινε, και τέλος; Οχι
Θα πατήσω στη πρώτη πατημασιά το πέλμα,
και θα στεριώσω αντίθετα στoν άνεμο,
θ' αρχίσω να τραγουδώ ολόιδια τα τραγούδια
που ξέρω,
και θα περιμένω με γυμνά τα στήθια
την αμείλικτη πραγματικότητα.
Θα την κρατήσω με δόντια και με χέρια,
και θ' αφήσω την κραυγή μου,
παίρνοντάς την μαζί μου,
στο ατέλειωτο ταξίδι της αιωνιότητας.




ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Θα σε περιμένω να με δεις ξαπλωμένο στο χώμα
μ' απλωμένα τα στήθια στον ήλιο,
και τα μαλλιά ν' ανεμίζουν
στο πέλαο της δυστυχίας μου.
Τότε θα μετρήσουμε τα συν και τα πλην
της ανθρώπινης ματαιοπονίας μας.
Θα' ναι το τελευταίο ραντεβού πριν από το θάνατο




ΤΑ ΩΧ ΚΑΙ ΑΧ!

Δεν έχουμε ελπίδα, έχει ακουμπήσει το κεφάλι
μας στο χώμα.
Δεν υπάρχουν αράδες να διαβάσουμε,
έχουν μείνει κάτι ωχ και αχ.
Σε τελευταία ανάλυση,
γίναμε φυτά χωρίς χρώμα,
χωρίς δροσιά,
καπνισμένα δέντρα χωρίς κλωνάρια και ικμάδα.
Είμαστε ξαπλωμένοι ανάσκελα
και κοιτάμε τον ουρανό… με ορθάνοιχτα μάτια.




ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ

Μόνο ΄γω ξέρω πόσο μ' αδικήσατε.
Μόνο 'γω ξέρω πως δεν ξέρετε πρόσθεση,
μόνο αφαίρεση ξέρετε...
Αποτέλεσμα !
"πεπλατυσμένα οπίσθια",
εξέχουσα στρογγυλή σαν αερόστατο κοιλιά,
μασέλες τετράγωνες με δόντια σαν τσαπιά.
Τεράστια τρωκτικά, τρώτε τη δόξα
μέχρι που να σκάσετε.
Δεν αφήσατε για μένα ούτε μία μπουκιά,
όμως,
γεμίζω εγώ την καρδιά μου μ' αγάπη,
την ματιά με ομορφιές,
το στόμα μ' ένα τραγούδι μελωδικό,
το μυαλό με σκέψεις "ανθρώπινες",
που γράφω στο βιβλίο
που θα πάρω μαζί μου.



ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Με ξύπνησαν κάτι θόρυβοι πρωινοί
των παλαιών ανιχνεύσεων.
Κατευθύνθηκα στην κακοτράχαλη ακτή,
και μάζευα μαργαρίτες
μες στην καυτή βροχή των αναμνήσεων.
Όμως, περιμένω από αύριο,
ήλιος μεγάλος να 'βγει, φωτεινός,
να με πνίξει στο φως του,
να με νανουρίσει κάτω απ΄ τον ίσκιο
του δροσερού μου δένδρου,
και μία αετονύχισσα κοπελιά
να μου βάλει το γαρύφαλλο στο πέτο,
να με πνίξει με τ' άρωμα του κορμιού της,
να τα 'χω συντροφιά στο χαρούμενο ταξίδι μου.



Η ΛΕΥΚΑ

Η λεύκα στον κήπο μου
σπαθίζει τ' ουρανού τα ντέρτια.
Έτοιμα τα δάκρυα της νύχτας
να κυλήσουν στις ξαφνικές
αναπολήσεις.
Τους χτύπους της καρδιάς σου
προσπαθώ ν' ανιχνεύσω,
μέσα απ' το γαλάζιο του ματιού σου.
Τους ψάχνω, μα τίποτα!.




Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Μετράω τις ώρες που στενόχωρα περνούν,
ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι,
σφυρίζοντας το μονότονο τραγούδι μου,
βγάζοντας μια, μια τις νότες
από το πηγάδι των αναμνήσεων.
Στο βάθος ένας ήλιος κόκκινος σαν αίμα,
στέκει σκεπτικός,
κουρασμένος απ' το αιώνιο ταξίδι του.
Δυο συννεφάκια που αχνά αρχίζουν να μαυρίζουν
του συμπαραστέκονται.
Βουβή κι η δική μου ματιά,
Ακίνητη,.. προκλητικά καρφωμένη στον ορίζοντα.
Σε λίγο θ' αρχίσει η συμφωνία
των Αγγέλων σε Ντο ελάσσονα.



Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ

Χίλια αρώματα μες το κουτάκι
που μου χάρισες.
Χίλιες αγωνίες μέσα στα χέρια μου.
Τις νότες μου τις μοιράζω
στους ανθρώπους
που περιμένουν στους δρόμους.
Τα νυχτερινά μου όνειρα
τα χαρίζω στ' αδέλφια μου,
που μ' ανησυχούν με τις έγνοιες τους.
Τα λόγια μου τ' αφήνω
στις νυχτερινές περιηγήσεις μου,
στα σιγανά ποτάμια,
που τρέχουν στις φλέβες μου.
Το βλέμμα μου το στυλώνω
στον κόκκινο ήλιο,
που μοιράζει τις ελπίδες μου.


ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ

Θα σε πάρω στο ταξίδι μου
κρατώντας μια αχιβάδα μες στη χούφτα μου.
Θα σου ανοίξω τα φτερά μου να πιαστείς
και ν' ακουμπήσεις τη νύχτα,
στον στοργικό ουρανό,
ή θα σε βάλω πάνω στο πλοίο της γραμμής
να φύγεις για δω γύρω,
και να περιμένεις τη λήξη της γιορτής,
που θ' αντηχήσουν τα σήμαντρα,
θα σπάσουν οι κιθάρες,
και τα βεγγαλικά θα ζωγραφίσουν,
τα πτερόεντα έπη της ζωής μας.
Η θα συνεχίσω εγώ μόνος ν' ακολουθώ
τη γραμμή, που χάραξα χθες το απόγευμα
στο σημειωματάριό μου.



ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

Περιμένω δυο λόγια σου,
κι' ας μην έχουν νόημα
Θα τους δώσω εγώ τη σημασία
που τους πρέπει.
Μήπως όταν κρατώ τις αστραπές
στα χέρια μου, ξέρω τι γεννιέται;
Μήπως όταν κοιτάζω τα ποτάμια
των ματιών σου ξεδιψάω;
Μήπως όταν περνάω το γιοφύρι
του άλλου κόσμου
τιθασεύω την περιέργεια;
'Οχι! τα τραγούδια με γλυκαίνουν,
οι στάλες της βροχής με ξαποσταίνουν,
οι φλέβες των χεριών μου,
μ' οδηγούν στις λεωφόρους
της ανεξερεύνητης πόλης,
κει που το υπάρχω, δεν υπάρχει..
κει που τα όνειρα πεθαίνουν
μόλις αρχίζουν.
'Όμως, κάτι θα γίνει..
δυο λόγια περιμένω,
κ' ας μην έχουν νόημα,
θα τους δώσω εγώ
τη σημασία που τους πρέπει.





ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Φτωχές οι λέξεις των ανθρώπων.
Φτωχά τα σοκάκια των χωριών μας.
Αδύνατοι σαν μίσχοι λουλουδιών
οι άνθρωποι,
πορεύονται με τα χέρια σφιχτά,
με τα μάτια χαμηλωμένα,
τις ανυποψίαστες νύχτες.
Δακρύζουν οι κληματαριές
στο πέρασμα των πουλιών,
αλλάζουν σχήματα οι πέτρες
και τα λιθάρια,
από αμηχανία.
Ξεφορτώνονται τα υποζύγια
το φτωχό τους περιεχόμενο.
Μόνο οι μεγάλες πολιτείες
τραγουδούν τα μακρόσυρτα
τραγούδια τους.
Μόνο το νωχελικό ποτάμι
σέρνει τους καημούς μας.
Τρέχει-τρέχει και δεν φτάνει..




ΡΙΖΩΜΕΝΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ

Αντιλογία.. Πόλεμος..
σφαίρες που τρυπάνε τα πλευρά μου.
Ασύστολες κατηγορίες κατευθείαν
στον εγκέφαλο.
Δυνατές αποχρώσεις μπερδεμένων
εντυπώσεων,
δυναμικών λύσεων.
Ξεφεύγουν οι νύχτες μέσα από
τα δάκτυλά μου..
Ξεφεύγουν τα λόγια μέσα
από τους φράχτες των σπιτιών.
Δεν φεύγουν οι ελπίδες από μέσα μου,
με συντροφεύουν,
ως το τέλος..





ΓΡΑΦΩ

Γράφω για τ' αυγό του Κολόμβου,
για τις πενιχρές αποδόσεις των θαυμάτων,
για τα ρητορικά σχήματα,
για τους ανέμους που δεν φύσηξαν ποτέ.
Γράφω για τα δεκαοχτώ μου χρόνια,
που δεν χάθηκαν στις ψεύτικες υποσχέσεις,
των διάφορων τσαρλατάνων,
που με πέρασαν γενεές δεκατέσσερις,
και που όμως τους άντεξα.
Γράφω για τους απογόνους μου,
που με πικραίνουν προκαταβολικά,
στη σκέψη πως κάποιους θα πιστέψουν.
Γράφω για τα σαπρόφυτα και τους
χοντροφτιαγμένους,
που τα θέλουν όλα δικά τους.
Ακόμα και τα δικά μας πιθάρια.




ΚΟΜΦΟΥΖΙΟ

Ξεκίνησε η μέρα δίχως ήλιο..
δίχως μυρωδιές.
Στ' απέναντι μπαλκόνια
τα παράθυρα κλειστά.
Και ‘ γω να ψάχνω μ' αγωνία,
για ένα λουλούδι ανθισμένο,
για μια πρασινάδα...
Μα πουθενά.. ούτε ένα χελιδόνι,
ούτε ένας ήχος...
Όλα νεκρά.
Κλίνω τα μάτια, κι' ονειρεύομαι
τις αδύναμες σχισμές των βράχων,
τις φριχτές παραμορφώσεις του ορίζοντα.
Ανοίγω μια οπή βαθιά στο σύμπαν,
και τρέχω στα ανήλιαγα δρομάκια.
Επικοινωνώ με το υπερπέραν,
το με τόσες βέβηλες πράξεις
των ανθρώπων βεβαρημένο.
Θα δοκιμάσω να εκπορθήσω
τα δύσκολα κάστρα του παραδείσου..



ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ο ίσκιος σου πλανιέται πάνω από τη θάλασσα.
Σμίγουν οι φωτεινές λέξεις των ανθρώπων,
στα κρησφύγετα των ανέμων.
Ακουμπούν οι ξεχασμένες υποσχέσεις
τους ζωντανούς σατραπίσκους.
Χωρίς επιστροφή οι ανοιχτοί δρόμοι,
χωρίς νικημένους οι αγώνες..
Περιπλέκονται ακατάπαυστα
τα λιμοκτονούντα πλήθη,
μπρος στα πόδια του ταλαίπωρου ηγέτη.
Αλαλάζουν οι νύμφες αισιόδοξα,
ζώντας στο δικό τους κόσμο.
Ξεκουράζονται οι λαβωμένοι αετοί,
πάνω στους ώμους των μικρών παιδιών,
που τραγουδάνε τα αίσχη των ανοιχτών οφθαλμών,
των σφραγισμένων πόλεων,
των ασύστολων εκπλήξεων.
Ξεφεύγουν μέσα από τ' ανόητα σχήματα,
τα φωτεινά χέρια,
που σφιχτά κρατούν την ελπίδα.



ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Δώσε μου ένα λουλούδι να το κρατήσω
ανάμεσα από τη σχισμή των δακτύλων μου.
Να διδάξω τους άδικους
τα ισοσκελισμένα σχήματα.
Να πω στα παιδιά τα τραγούδια
που θέλουν ν' ακούσουν,
κι' άμα αρχίσει η βροχή,
να μπω στο πρώτο ποταμάκι που θα βρω μπροστά μου,
και να ταξιδέψω στην ανεμοδαρμένη θάλασσα..
Να μετρήσω τα καράβια,
να τα ζωγραφίσω σαν νά ' ναι δικά μου,
και να φωνάξω τις θλιμμένες ελπίδες μου,
να τις βάλω στη χούφτα μου να τις κοιμίσω.
Μέχρι να ξαστερώσει,
μέχρι νά ΄βγει ο ήλιος,
όπου θ’ αρχίσω το τραγούδι μου,
όπου θα γελάσω δυνατά,
να με ακούσουν οι πεινασμένοι του κόσμου
και να χορτάσουν,
οι ευτυχισμένοι και να κλάψουν.
Και τα πουλιά να σχηματίσουν μία ομπρέλα
από πάνω μου.
Και οι ψυχές να λυτρωθούνε.





ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ

Ένα δέντρο μεγαλώνει
στη χούφτα μου
και μοσχομυρίζει
σαν ανοιξιάτικη νύχτα.
Μετρώ τα φυλλαράκια του,
τα βρίσκω ζυγά..
Μετρώ τα κλαδιά του,
τα βρίσκω μονά..
Στην κορφή θρονιασμένη
η καρδιά μου,
μ' ανεξίτηλο κόκκινο βαμμένη.




ΕΛΑ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΟΥΜΕ!

Έλα να φθάσουμε τον ήλιο,
ν' ανεβούμε στις στέγες των σπιτιών,
να πούμε το τραγούδι μας στην κορφή
του κυπαρισσιού,
να κλάψουμε για την πονεμένη μας
πατρίδα.
Έλα να μετρήσουμε μαζί
τα βήματα ως την απέναντι όχθη,
να σβήσουμε τις πορφυρένιες λέξεις
στο χώμα,
να κλείσουμε τα δακρυσμένα μάτια μας
και να ονειρευτούμε.

Αφιερωμένο στην ΚΥΠΡΟ
και στις ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.




ΣΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΠΤΑ

Επτά μαχαίρια, επτά καρδιές,
δυο χέρια με κρατάνε και που με πάνε,
δεν ξέρω.
Επτά οι νύχτες, επτά κ' οι ήλιοι,
επτά παιδιά που κλαίνε,
επτά γελάνε,
γιατί; δεν ξέρω.
Επτά οι νύχτες, επτά οι ήλιοι,
επτά τα όνειρα επτά κι οι φίλοι
Επτά κ' οι ώρες, επτά οι χαρές.
Στα όνειρα σε ψάχνω και δεν σε βρίσκω.
Σε χάνω!



ΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Έριξα ένα πετραδάκι
στα βρώμικα νερά του λάκκου,
και βάλθηκα να μετρώ
τη συχνότητα των κύκλων.
Κύκλοι ζωής είπα..
Λιμοί σεισμοί καταποντισμοί,
στη συχνότητα των κύκλων..
Μόνο που κι' αυτοί σπάζουν
και σβήνουν, σαν να μην υπήρχαν..
Να μια σχέση που δεν ελέγχεται




ΕΙΜΑΙ

Ένας παράξενος ταξιδιώτης στων
αστεριών την τροχιά είμαι.
Ένας αδύνατος μίσχος λουλουδιού,
που η αμηχανία των ανέμων σκλαβώνει.
Ένα μικρό λιθάρι στην ασήμαντη νύχτα.
Μια μικρή κλωστή που κρέμεται
η πολυμήχανη αράχνη.
Είμαι μια σταγόνα μες στην ξαφνική νεροποντή.
Είμαι το αχ στον πόνο,
το χα στο γέλιο.
Είμαι ότι ξαφνικό κι' αβέβαιο
την δωδεκάτη ώρα,
που λουφάζουν τα πάντα,
που κοιμούνται τα νήπια,
που ξεχνιούνται οι ελπίδες,
στο λήθαργο της αβέβαιης νύχτας..



Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥ

Άπλωσα στον ήλιο τη θάλασσα.
Κατέβασα μια αγκαλιά αστέρια
για χάρη σου.
Ζήτησα από την άνοιξη να μου τραγουδήσει
τις ξεχασμένες μελωδίες της νιότης μου,
κι' ανέβηκα στην κορφή του κυπαρισσιού,
να πιάσω τον άνεμο.
Δεν ζήτησα τίποτ' άλλο,
Παρά,
μακριά να κοιτώ,
τις αστραπές στο βάθος του ορίζοντα,
και τις νυχτερίδες να κόβουν κύκλους
σαν κυνηγημένες ψυχές.
Τίναξα από τα χέρια μου και τα μαλλιά
τις στάλες της νυχτερινής δροσιάς,
κι' ανάσανα την ελπίδα στην άκρη
των δακτύλων.




ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΑΝΤΟΧΗΣ

Ξαφνικό μπουρίνι.
Ξαφνική λαίλαπα
στη σκελετωμένη ψυχή μου.
Ρυθμικά παλαμάκια σε ασίκικο σχήμα..
Ένα, δύο τρία..επτά, οκτώ, εννιά..
Ιεροτελεστία ολόκληρη,
να κάνω το πρώτο βήμα.
Μετέωρο το δεξί μου πόδι.
Έχει απλώσει πανιά η καρδιά μου,
μουρμουρίζει η φωνή μου
τον ύμνο των γενναίων
Ανακατεμένες οι σκέψεις της στιγμής,
με τις αντιφάσεις,
με τις πράξεις..
Στιγμές απαράλακτα, ίδιες, καθημερινές.
Προπόνηση αντοχής στα κραυγαλέα
παραπτώματα




ΑΝΑΜΟΝΗ

Άσε με για λίγο να σκεφθώ
τις πικραμένες μου λέξεις.
Να πάρω από την αρχή στα χέρια μου
τα μεστωμένα στάχυα,
να μετρήσω τους κόκκους...
Άσε με να βάλω στην τσέπη μου,
τα κιτρινισμένα χαρτάκια.
Ν` απλώσω πάνω στο τραπέζι
τις μοναχικές μου νύχτες,
να παίξω με τα φτερωτά μου όνειρα.
Κι άμα περισσέψει χρόνος,
να σου ταιριάξω και κείνο
το τραγουδάκι που μου παρήγγειλες.
Άσε με να μαζέψω στο τασάκι
τη στάχτη των τσιγάρων μου,
να τη βάλω στην κλεψύδρα
πού΄χω στήση εμπτός μου
και να κάθομαι, να τη βλέπω να τρέχει.
Άσε με σου λεω, ξέρω εγώ τι σου ζητάω.



ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ

Δεν περίμενα να βγει το όραμα,
να τραγουδήσουν οι μέλισσες
πάνω στα λουλούδια,
να λουφάξει το πρωινό
μες τον κόρφο μου
και να αναλυθεί σε λυγμούς ο ήλιος.
Δεν περίμενα η άνοιξη να τελειώσει
τόσο απότομα..
και τα χελιδόνια να πέσουν
σε χειμερία νάρκη.
Δεν περίμενα ο αστυνόμος,
με τις χειροπέδες στα χέρια,
να ψάχνει για τον χαμένο όμηρο,
σαν ευκίνητο λιοντάρι
σε ανοιχτό κλουβί.
Δεν περίμενα να πέσει καταχνιά στα μάτια,
πυκνή μα γλυκιά σαν ξεχασμένη αναμονή.
Περίμενα να φανούν τα πορφυρά γράμματα,
με τα αίσχη των ανθρώπων.



Η ΣΚΙΑ

Ξέχασε με
και μην πεις ούτε μια λέξη
πως τάχα πέρασα απ' τη ζωή σου
Ξέχασε με
και σώπαινε στη θλίψη
Ούτε λεπτό δεν θα λείψω.
Μυστικά θα 'ρχομαι κοντά σου,
μες τη νύχτα,
αθόρυβα,
σαν ίσκιος στην σκιά σου.





ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ

Και τώρα, με συγχωρείτε. Θα φύγω
Θα φύγω με το κεφάλι ψηλά,
και με τ' αστέρια στο μέτωπο
Θα αφήσω όμως να πλανιέται το γιατί!
Χωρίς απάντηση
Βουρκωμένα μάτια,
πελιδνά χείλη.
Όμως, με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω.




ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Σε κοίταζα, σαν άνοιξη,
κ' ήσουν λουλούδι μ' ανοιχτά τα πέταλα,
παιδάκι στη γωνιά του δρόμου,
που μέτραγες τις στάλες της βροχής.

Τραγούδι δεν βγήκε απ' τα χείλη μου,
ακούω το χτύπο της καμπάνας
και την ευχή της μάνας,
στη λήξη της γιορτής.




ΑΕΝΑΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Αγκάθι στη καρδιά.
Εγώ το ξέρω!
Χρωματιστές ανταύγειες που στάζουν αίμα
στων ματιών μου την άκρη.
Υποψία αιθρίας στην περισπωμένη των χειλιών μου.
Αταίριαστη παρουσία σε λάθος συχνότητα
Όμως, θα πλανιέμαι στην αιωνιότητα,
αφήνοντας τα στίγματα των στεναγμών,
τις απραγματοποίητες αποθυμιές,
τις νότες μου,
στο έλεος των ατέλειωτων ανέμων.





Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ

Τα φώτα της πόλης τρεμοσβήνουν μακριά.
Ο αγέρας φουσκώνει τα στήθια μου,
δίνοντας ζωή στη χαμένη ύπαρξή μου.
Ανάβει και σβήνει το φωτάκι της νύχτας,
σαν stop αυτοκινήτου.
Σαν ριπές αυτομάτου οι σκέψεις
κατακλύζουν το νου.
Κινηματογράφος της εποχής του είκοσι,
μερικές σκηνές του δύο χιλιάδες.




Η ΧΑΡΗ

Μη με ζαλίζεται με τις φάλτσες φωνές σας.
Λουφάξτε στην άκρη των βράχων,
κι ακούστε πόσο όμορφα αγκομαχάει
η θάλασσα.
Πληρώστε μου πέντε τάλαρα
για τη χάρη που σας κάνω,
και κοιτάξτε μαζί μου τ’ αστέρια
που τρεμοσβήνουν.
Κι ακουμπήστε με τα δάκτυλα
σας την γραμμή
που αφήνει πίσω του ο κομήτης.
Έτσι θα' ναι καλύτερα!



ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ

Ξέρετε να μου πείτε τίποτα
για τιs φευγάτες μέρες του καλοκαιριού;
Μπορείτε να μου φέρετε τον ήλιο
στη σκιά των πλατανιών;
Μπορείτε να μου τραγουδήσετε
του τριζονιού το μονότονο τραγούδι;
Αν όχι, τότε τι φίλοι είστε;
Αφήστε με να μετρώ το χρόνο,
με το δεξί μου πόδι,
ως τ' άλλο καλοκαίρι...




ΜΑΚΑΡΙΕΣ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ

Κοίταζα τις μικρές Αφροδίτες
που λούζονταν στη θάλασσα...
μακάρια ευτυχισμένες
στον πανάρχαιο πηλό τους.
Στολισμένες με τις πούλιες
της αιώνιας αδιαφορίας τους,
ακουμπώντας στη θάλασσα
τις μύριες αποθυμιές τους,
κοίταζαν ανέμελα τον ορίζοντα.






ΝΟΕΡΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ


Ανασαίνοντας την αύρα του εσπερινού,
ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι
σκορπίζω τις μύριες αποθυμιές μου
κει που τελειώνει η θάλασσα...
και σου στέλνω νοερά χαιρετίσματα.




ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Πελαγοδρομώ στις ελλείψεις
των τύπων των ήλων.
Αμφιβάλλω για την απόφαση
στο παραπέντε.
Δημιουργώ τεθλασμένες γραμμές,
ξεκινώντας από τα σημεία επαφής.
Αναγιγνώσκω με στόμφο
τις αναγνώσιμες γραμμές,
των πεπραγμένων μου...




ΧΑΙΡΩ ΠΟΛΥ

Χαίρω πολύ κύριε, που σε γνώρισα..
Τα λόγια σου μ' ανέβασαν
το ηθικό.
Σου ζητώ άλλη μια φορά,
να σφυρίξεις το σκοπό που θέλησες να σου μάθω.
Εγώ θα προσπαθήσω να σε ακολουθήσω.
Ναι! είναι γνώριμα για μένα, τα μονοπάτια


ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΙΣ

Να μου χαρίσεις τ' όνομά σου,
και θα σου δώσω ένα σταυρό,
να τον κρεμάσεις στο λαιμό σου,
να το θυμάσαι, σ' αγαπώ.
Μ' ένα χαμόγελο στα χείλια,
σαν σε ζωγραφιά,
θ' απλώσω εγώ τα χέρια,
σε μια αγκαλιά.
Να μου χαρίσεις την καρδιά σου,
και γω για λίγο να χαθώ,
μέσα στη λάγνα τη ματιά σου.
Δεν θα ρωτάς, δεν θα ρωτώ,




Η ΣΥΝΑΞΗ

Στην ξέρα που μπαίνει στη θάλασσα,
κάτω απ' το βουνό των καημών μου,
τραγουδώ με το χέρι στη καρδιά,..
τραγούδια που 'ρχονται απ’ τα παλιά,
κάνοντας την σύναξη των ανθρώπων μου.
Μες στη μέση στη θάλασσα ένα καίκι,
κι από απάνω η ομπρέλα του ήλιου
να ρίχνει άπλετο το φως,
να θαμπώνουν τα μάτια,
να γίνεται η καρδιά μου,
χίλια κομμάτια
κάνοντας την σύναξη των ανθρώπων μου.




ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΑ ΜΟΥ

Δροσοσταλιά μου,
ένα τόσο δα σταλάκι
στο προσωπό μου,
στην κάψα του καλοκαιριού.
Δροσοσταλιά μου,
ένα τόσο δα ανθάκι
στο ονειρό μου,
στο λακκάκι του δεξιού αυτιού.



ΕΝΩΠΙΟΣ.. ΕΝΟΠΙΩ

Ενώπιος ενωπίω
φυσώντας τον καπνό των ονείρων μου
σε αβέβαιες κατευθύνσεις.
Ενώπιος ενωπίω
ζυγιάζοντας την εξουθένωση των κόπων μου,
στη ζυγαριά της αλήθειας.
Ενώπιος ενωπίω
προσμένοντας το τέλος της άνοιξης,
που κατά λάθος άνοιξε τα φτερά της.
Ενώπιος ενωπίω
συμμαζεύοντας τα σύνεργα του ατέλειωτου ονείρου μου.
Ενώπιος ενωπίω
αναμασώντας τα πεπραγμένα.




ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Σε θεωρώ αναρμόδιο κύριε…
Να μπαίνεις στην ψυχή μου
και ν΄ αλλάζεις την σειρά των συναισθημάτων μου;
Να μου τσαλακώνεις τις ελπίδες μου,
που τις έχω προφυλαγμένες στο ατσάλινο κουτάκι;
Δεν μπορείς!
Είμαι ένα κάρβουνο αναμμένο,
μια καταρρακτώδης βροχή,
οι τελείες και τα κόμματα στο λόγο,
οι φάλτσες νότες στο τραγούδι μου,
η νύχτα που δεν τελειώνει.
Σου απλώνω το χέρι.
Είναι η τελευταία σου ευκαιρία.
Μετά απ΄ αυτό δεν υπάρχουν άλλα λάθη.
Υπάρχει μόνο το τίποτα!



ΑΝΑΜΝΗΣΗ


Στύλωσα τα μάτια στο απέραντο..
Θυμήθηκα πως σ΄ έβαζα στους ώμους,
μωρό χοντρομπαλάτο..
και με πέντε, έξη σακούλες στ΄ αδύνατά μου χέρια
–κάνω τον σταυρό μου, πως μπορούσα τότε;
Ήταν η δύναμη της νιότης.-
και με τα πόδια πηγαίναμε στη Σαλαμίνα,
στο σπίτι που έκανα με χέρια και με δόντια.
Χρόνια που περάσανε!
Πικρά, μα αγαπημένα.
Τώρα σε βλέπω μπρος μου,
ολόκληρη γυναίκα,
στάχυ καρπερό, μα αγριωπό…
που με παιδεύει από αγάπη..
-έτσι φαίνεται-
και η ζωή μου τραβάει την ανηφόρα…



ΨΥΧΙΚΗ ΕΥΦΟΡΙΑ

Πλέω στα πελάγη ευτυχίας
της απραξίας μου.
Ανιχνεύω το σφυγμό μου
κι' αναλογίζομαι τις συνέπειες
της λανθασμένης μου ύπαρξης.
Ξέρω από πρόσθεση κι' αφαίρεση,
όμως κάπου σκοντάφτω.
Σκοντάφτω στις εξοχές των πεπραγμένων μου.